- υπερκαινοφανής
- -ές, Νφρ. «υπερκαινοφανής αστέρας»αστρον. όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένης κατηγορίας βιαίως εκρηγνυόμενων αστέρων, η λαμπρότητα τών οποίων αυξάνεται απότομα από μερικές εκατοντάδες χιλιάδες έως μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια φορές περισσότερο από τα κανονικά της επίπεδα.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. επιστημον. όρου, πρβλ. νεολατ. supernova (< λατ. super «υπέρ» + nova, θηλ. του novus «νέος, καινός, καινοφανής»)].
Dictionary of Greek. 2013.